- πενεστικός
- -ή, -όν, Α [πενέστης]1. αυτός που έχει την ιδιότητα τού πενέστη2. φρ. «τὸ Θετταλῶν πενεστικὸν ἔθνος» — η τάξη τών πενεστών στη Θεσσαλία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πενεστικόν — πενεστικός in the state of a masc acc sg πενεστικός in the state of a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՏՆԱՆԿԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0883 Chronological Sequence: Unknown date Տ. ՏՆԱՆԿ. πενεστικός. *Թէտաղացւոցն իսկ տնանկական ազգն. Պղատ. օրին. ՟Զ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)